niĉo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- niĉo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | niĉo | niĉoj |
αιτιατική | niĉon | niĉojn |
niĉo (eo)
- (αρχιτεκτονική) η κόγχη
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | niĉo | niĉoj |
αιτιατική | niĉon | niĉojn |
niĉo (eo)