neteco
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | neteco | netecoj |
αιτιατική | netecon | netecojn |
neteco (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | neteco | netecoj |
αιτιατική | netecon | netecojn |
neteco (eo)