neoficiala
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | neoficiala | neoficialaj |
αιτιατική | neoficialan | neoficialajn |
neoficiala (eo)
- tiuj rezultoj estas neoficialaj
- αυτά τα αποτελέσματα είναι ανεπίσημα