nekaŝemo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | nekaŝemo | nekaŝemoj |
αιτιατική | nekaŝemon | nekaŝemojn |
nekaŝemo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | nekaŝemo | nekaŝemoj |
αιτιατική | nekaŝemon | nekaŝemojn |
nekaŝemo (eo)