neighbourly
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | neighbourly |
συγκριτικός | more neighbourly |
υπερθετικός | most neighbourly |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαneighbourly (en) (βρετανική γραφή)
- γειτονικός, φιλικό και εξυπηρετικό
- ⮡ neighbourly behaviour - γειτονικό φέρσιμο
Άλλες γραφές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- neighbourly - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 183. ISBN 9780194325684., λήμμα: γειτονικός