negoco
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | negoco | negocoj |
αιτιατική | negocon | negocojn |
negoco (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | negoco | negocoj |
αιτιατική | negocon | negocojn |
negoco (eo)