neagemo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | neagemo | neagemoj |
αιτιατική | neagemon | neagemojn |
neagemo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | neagemo | neagemoj |
αιτιατική | neagemon | neagemojn |
neagemo (eo)