neadaptito
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | neadaptito | neadaptitoj |
αιτιατική | neadaptiton | neadaptitojn |
neadaptito (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | neadaptito | neadaptitoj |
αιτιατική | neadaptiton | neadaptitojn |
neadaptito (eo)