neĝero
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | neĝero | neĝeroj |
αιτιατική | neĝeron | neĝerojn |
neĝero (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | neĝero | neĝeroj |
αιτιατική | neĝeron | neĝerojn |
neĝero (eo)