nazaretano
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | nazaretano | nazaretanoj |
αιτιατική | nazaretanon | nazaretanojn |
nazaretano (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | nazaretano | nazaretanoj |
αιτιατική | nazaretanon | nazaretanojn |
nazaretano (eo)