naviganto
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | naviganto | navigantoj |
αιτιατική | naviganton | navigantojn |
naviganto (eo)
- που ταξιδεύει στη θάλασσα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | naviganto | navigantoj |
αιτιατική | naviganton | navigantojn |
naviganto (eo)