naturleĝo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | naturleĝo | naturleĝoj |
αιτιατική | naturleĝon | naturleĝojn |
naturleĝo (eo)
Άλλες γραφές επεξεργασία
- naturlegho στο H-sistemo
- naturlegxo στο X-sistemo