natrikso
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | natrikso | natriksoj |
αιτιατική | natrikson | natriksojn |
natrikso (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | natrikso | natriksoj |
αιτιατική | natrikson | natriksojn |
natrikso (eo)