Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /naʁ.kɔ.tik/

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
narcotique narcotiques

narcotique (fr) αρσενικό ή θηλυκό

 συνώνυμα: anesthésique, calmant, somnifère, soporifique

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
narcotique narcotiques

narcotique (fr) αρσενικό

  1. που προκαλεί τη νάρκωση, υπνωτικό
     συνώνυμα: barbiturique, hypnotique
  2. (μεταφορικά) που προκαλεί τον ύπνο

Δείτε επίσης

επεξεργασία