naŭdeka
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | naŭdeka | naŭdekaj |
αιτιατική | naŭdekan | naŭdekajn |
naŭdeka (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | naŭdeka | naŭdekaj |
αιτιατική | naŭdekan | naŭdekajn |
naŭdeka (eo)