naŭcenta
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | naŭcenta | naŭcentaj |
αιτιατική | naŭcentan | naŭcentajn |
naŭcenta (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | naŭcenta | naŭcentaj |
αιτιατική | naŭcentan | naŭcentajn |
naŭcenta (eo)