naĝilo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | naĝilo | naĝiloj |
αιτιατική | naĝilon | naĝilojn |
naĝilo (eo)
- το πτερύγιο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | naĝilo | naĝiloj |
αιτιατική | naĝilon | naĝilojn |
naĝilo (eo)