mustelo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- mustelo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | mustelo | musteloj |
αιτιατική | mustelon | mustelojn |
mustelo (eo)
- (θηλαστικό ζώο) η νυφίτσα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | mustelo | musteloj |
αιτιατική | mustelon | mustelojn |
mustelo (eo)