mustardo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- mustardo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | mustardo | mustardoj |
αιτιατική | mustardon | mustardojn |
mustardo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | mustardo | mustardoj |
αιτιατική | mustardon | mustardojn |
mustardo (eo)