muskolo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- muskolo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | muskolo | muskoloj |
αιτιατική | muskolon | muskolojn |
muskolo (eo)
- ο μυς
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | muskolo | muskoloj |
αιτιατική | muskolon | muskolojn |
muskolo (eo)