muskato
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- muskato < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | muskato | muskatoj |
αιτιατική | muskaton | muskatojn |
muskato (eo)
- (φυτό) το μοσχοκάρυδο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | muskato | muskatoj |
αιτιατική | muskaton | muskatojn |
muskato (eo)