muntado
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | muntado | muntadoj |
αιτιατική | muntadon | muntadojn |
muntado (eo)
- το μοντάζ
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | muntado | muntadoj |
αιτιατική | muntadon | muntadojn |
muntado (eo)