multifamiliale
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
multifamiliale | multifamiliales |
Ουσιαστικό επεξεργασία
multifamiliale (fr) θηλυκό
- κατοικία όπου στεγάζονται πολλές οικογένειες
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
multifamiliale (fr)
- θηλυκό του multifamilial
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη famille