Ετυμολογία

επεξεργασία
multifamilial < multi- + familial
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό multifamilial multifamiliaux
θηλυκό multifamiliale multifamiliales

multifamilial (fr)

  1. που αφορά πολλές οικογένειες
  2. (σχετικά με κατοικία) που μπορεί να στεγάσει πολλές οικογένειες

Συγγενικά

επεξεργασία
  •  δείτε τη λέξη famille