multego
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | multego | multegoj |
αιτιατική | multegon | multegojn |
multego (eo)
- η πληθώρα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | multego | multegoj |
αιτιατική | multegon | multegojn |
multego (eo)