movo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | movo | movoj |
αιτιατική | movon | movojn |
movo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | movo | movoj |
αιτιατική | movon | movojn |
movo (eo)