motorciklo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | motorciklo | motorcikloj |
αιτιατική | motorciklon | motorciklojn |
motorciklo (eo)
- το μοτοποδήλατο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | motorciklo | motorcikloj |
αιτιατική | motorciklon | motorciklojn |
motorciklo (eo)