mortopuno
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | mortopuno | mortopunoj |
αιτιατική | mortopunon | mortopunojn |
mortopuno (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | mortopuno | mortopunoj |
αιτιατική | mortopunon | mortopunojn |
mortopuno (eo)