morbilo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- morbilo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | morbilo | morbiloj |
αιτιατική | morbilon | morbilojn |
morbilo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | morbilo | morbiloj |
αιτιατική | morbilon | morbilojn |
morbilo (eo)