ενεστώτας mop up
γ΄ ενικό ενεστώτα mops up
αόριστος mopped up
παθητική μετοχή mopped up
ενεργητική μετοχή mopping up

  Ετυμολογία

επεξεργασία
→ δείτε τις λέξεις mop και up

mop up (en)

  1. σφουγγαρίζω
  2. (μεταφορικά) διορθώνω, καθαρίζω τα λάθη