monteto
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | monteto | montetoj |
αιτιατική | monteton | montetojn |
monteto (eo)
- ο λόφος
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | monteto | montetoj |
αιτιατική | monteton | montetojn |
monteto (eo)