monpuno
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | monpuno | monpunoj |
αιτιατική | monpunon | monpunojn |
monpuno (eo)
- το πρόστιμο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | monpuno | monpunoj |
αιτιατική | monpunon | monpunojn |
monpuno (eo)