monologo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- monologo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | monologo | monologoj |
αιτιατική | monologon | monologojn |
monologo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | monologo | monologoj |
αιτιατική | monologon | monologojn |
monologo (eo)