molusko
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- molusko < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | molusko | moluskoj |
αιτιατική | moluskon | moluskojn |
molusko (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | molusko | moluskoj |
αιτιατική | moluskon | moluskojn |
molusko (eo)