modistino
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | modistino | modistinoj |
αιτιατική | modistinon | modistinojn |
modistino (eo)
- η μοδίστρα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | modistino | modistinoj |
αιτιατική | modistinon | modistinojn |
modistino (eo)