mistikisto
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | mistikisto | mistikistoj |
αιτιατική | mistikiston | mistikistojn |
mistikisto (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | mistikisto | mistikistoj |
αιτιατική | mistikiston | mistikistojn |
mistikisto (eo)