mistifiko
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | mistifiko | mistifikoj |
αιτιατική | mistifikon | mistifikojn |
mistifiko (eo)
- η παραπλάνηση, η δολιότητα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | mistifiko | mistifikoj |
αιτιατική | mistifikon | mistifikojn |
mistifiko (eo)