mislegemo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | mislegemo | mislegemoj |
αιτιατική | mislegemon | mislegemojn |
mislegemo (eo)
- η δυσλεξία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | mislegemo | mislegemoj |
αιτιατική | mislegemon | mislegemojn |
mislegemo (eo)