Ετυμολογία

επεξεργασία
miror < mirus < πρωτοϊταλική *smeiros < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *sméy(h₂)ros (γέλιο, χαμόγελο) < *(s)meyh₂- ‎(γελώ, χαίρομαι)

miror (la) (αποθετικό ρήμα) (mīror1, mīrātus sum, mīrārī)