mirifique
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
mirifique | mirifiques |
mirifique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- εκπληκτικός, θαυμάσιος, « ρόδινος »
ενικός | πληθυντικός |
mirifique | mirifiques |
mirifique (fr) αρσενικό ή θηλυκό