miraklo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | miraklo | mirakloj |
αιτιατική | miraklon | miraklojn |
miraklo (eo)
- το θαύμα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | miraklo | mirakloj |
αιτιατική | miraklon | miraklojn |
miraklo (eo)