miopa
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | miopa | miopaj |
αιτιατική | miopan | miopajn |
miopa (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | miopa | miopaj |
αιτιατική | miopan | miopajn |
miopa (eo)