minimumo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- minimumo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | minimumo | minimumoj |
αιτιατική | minimumon | minimumojn |
minimumo (eo)
- το μίνιμουμ
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | minimumo | minimumoj |
αιτιατική | minimumon | minimumojn |
minimumo (eo)