miniaturo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- miniaturo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | miniaturo | miniaturoj |
αιτιατική | miniaturon | miniaturojn |
miniaturo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | miniaturo | miniaturoj |
αιτιατική | miniaturon | miniaturojn |
miniaturo (eo)