mimozo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- mimozo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | mimozo | mimozoj |
αιτιατική | mimozon | mimozojn |
mimozo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | mimozo | mimozoj |
αιτιατική | mimozon | mimozojn |
mimozo (eo)