Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μιμόζα οι μιμόζες
      γενική της μιμόζας
    αιτιατική τη μιμόζα τις μιμόζες
     κλητική μιμόζα μιμόζες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
μιμόζα η αισχυντηλή

  Ετυμολογία επεξεργασία

μιμόζα < λόγιο ενδογενές δάνειο: ιταλική mimosa[1] < νεολατινική mimosa < λατινική mimus < αρχαία ελληνική μῖμος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μιμόζα θηλυκό

  1. (φυτό) γένος φυτών (θάμνων ή μικρών δέντρων) που ανήκει στη τάξη των ψυχανθών
  2. (βοτανική, λουλούδι) το άνθος / λουλούδι του παραπάνω φυτού

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία