mikroskopo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- mikroskopo < mikroskop- + -o
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | mikroskopo | mikroskopoj |
αιτιατική | mikroskopon | mikroskopojn |
mikroskopo (eo)
- το μικροσκόπιο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | mikroskopo | mikroskopoj |
αιτιατική | mikroskopon | mikroskopojn |
mikroskopo (eo)