mezuristo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | mezuristo | mezuristoj |
αιτιατική | mezuriston | mezuristojn |
mezuristo (eo)
- ο τοπογράφος, αυτός που μετρά διαστάσεις
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | mezuristo | mezuristoj |
αιτιατική | mezuriston | mezuristojn |
mezuristo (eo)