mezurado
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | mezurado | mezuradoj |
αιτιατική | mezuradon | mezuradojn |
mezurado (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | mezurado | mezuradoj |
αιτιατική | mezuradon | mezuradojn |
mezurado (eo)