metio
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- metio < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | metio | metioj |
αιτιατική | metion | metiojn |
metio (eo)
- το επάγγελμα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | metio | metioj |
αιτιατική | metion | metiojn |
metio (eo)